ισορροπώ — ισορροπώ, ισορρόπησα, ισορροπημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ισορροπώ : η μτχ. ισορροπημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο → αυτός που έχει ή φανερώνει διανοητική ή ψυχική ισορροπία … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισορροπώ — (ΑΜ ἰσορροπῶ, έω) [ισόρροπος] 1. έχω ισορροπία 2. εξουδετερώνω αντίθετες δυνάμεις, αντισταθμίζω νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ισορροπημένος, η, ο αυτός που έχει διανοητική ισορροπία, λογικός, μετρημένος … Dictionary of Greek
ἰσορρόπω — ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσορρόπῳ — ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσορρόπωι — ἰσορρόπῳ , ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιζυγώ — ἀντιζυγῶ ( όω) (AM) [αντίζυγος] αντισταθμίζω, ισορροπώ … Dictionary of Greek
αντιρρέπω — ἀντιρρέπω (Α) 1. ρέπω προς το αντίθετο μέρος 2. ισορροπώ … Dictionary of Greek
αντισταθμίζω — (Α αντισταθμίζω) ισοσταθμίζω, ισορροπώ … Dictionary of Greek
αντισταθμώ — ἀντισταθμῶ ( άω) (Α) κ. ώμαι (Μ) αντισταθμίζω, ισορροπώ … Dictionary of Greek
ερματίζω — (AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) [έρμα] τοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατο αρχ. 1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.) 2. μέσ. ἑρματίζομαι α) ισορροπῶ β) παίρνω κάτι ως στήριγμα … Dictionary of Greek